υπότοπος

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υποψιάζεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»].