ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
-ον, Ααυτός που υποψιάζεται κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»].