υπότοπος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υποψιάζεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»].