μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
-ον, Ααυτός που υποψιάζεται κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»].