υστερόποινος

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].