Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
-η, -ο, Ν
συγκριτ. βαθμός του ύστερος.
επίρρ...
υστερότερα
(με χρον. σημ.) λίγο πιο ύστερα, αργότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος
+ κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. καλύτερος)].