υστερότερος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
συγκριτ. βαθμός του ύστερος.
επίρρ...
υστερότερα
(με χρον. σημ.) λίγο πιο ύστερα, αργότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος
+ κατάλ. -τερος του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. καλύτερος)].