υψίκρημνος

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].