ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-η, -ο, Ν(για εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα) υψίσυχνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυκνός.