υψίπυκνος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα) υψίσυχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυκνός.