υψιγένεθλος

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που κατάγεται από υψηλή, δηλαδή αριστοκρατική, γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γενέθλη «γέννηση» (πρβλ. ἀρτιγένεθλος)].