φακόμετρο

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται η διαθλαστική ικανότητα τών φακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacometer < φακός + μέτρο].