ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
ο, Ναυτός που αλιεύει φάλαινες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαινα + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].