φαλτσέτα

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοπίδι υποδηματοποιού
2. μικρό δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falcetto].