φαλτσέτα

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοπίδι υποδηματοποιού
2. μικρό δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falcetto].