φαλτσέτα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κοπίδι υποδηματοποιού
2. μικρό δρεπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falcetto].