φανειρός

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

φανειρός: φανερός, Ἐπιγρ. Αἰγίνης, CIG. 2140. Αὐτόθι καὶ ἐπιφανείστατος.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
βλ. φανερός.