φθαρτογενής

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
φυσιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φθαρτό εμβρυϊκό υμένα ή προέρχεται από αυτόν («φθαρτογενή κύτταρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].