ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
-ές, Νφυσιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φθαρτό εμβρυϊκό υμένα ή προέρχεται από αυτόν («φθαρτογενή κύτταρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].