φθαρτογενής

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
φυσιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φθαρτό εμβρυϊκό υμένα ή προέρχεται από αυτόν («φθαρτογενή κύτταρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθαρτός + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].