Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
τα, Ν
ζωολ. τάξη, ή κατ' άλλους υπέρταξη, με 3.500 περίπου είδη, γνωστά ως ψείρες, που κατατάσσονται σε δύο κύριες υποτάξεις ή τάξεις, τα ανόπλουρα και τα μαλλοφάγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phthiraptera (< φθειρ + άπτερος)].