ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
η / ὑπέρταξις, -άξεως, ΝΑνεοελλ.βιολ. ταξινομική μονάδα που είναι αμέσως υποδεέστερη της υφομοταξίας και η οποία περιλαμβάνει έναν αριθμό συγγενικών μεταξύ τους τάξεωναρχ.η ανώτερη τάξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + τάξις.