φθειρ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
-ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν
(λόγιος τ.)
1. η ψείρα
2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα του πηδαλίου
νεοελλ.
φρ. «φθειρ του εφηβαίου» — ο φθείριος
μσν.-αρχ.
ο κώνος είδος πεύκου
αρχ.
1. φθειρίαση, ψείριασμα
2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο δελφίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φθείρ συνδέεται, ήδη από τους αρχαίους μελετητές, με το ρ. φθείρω σύμφωνα με τη γενική αντίληψη ότι το έντομο αυτό γεννιέται, αναπτύσσεται σε σάρκες που έχουν σαπίσει, φθαρεί (πρβλ. και τον τ. σάθραξ[< σαθρός που χρησιμοποιείται για το ίδιο έντομο). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η υπόθεση ότι η λ. φθείρ έχει σχηματιστεί απευθείας από τη ρίζα gzwher- του φθείρω και αποτελούσε αρχικά αφηρημένο ουσ. (με τη μορφή φθερ ή φθηρ) με σημ. «φθορά, σάπισμα», το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για το έντομο και έλαβε τη μορφή φθείρ, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. φθείρω. Η λ. φθείρ ήταν αρχικά αρσ., αλλά ήδη στην Αρχαία απαντά και ως θηλ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ψείρα, κατ' επίδραση του ψύλλος.