φιλάρεσκος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που επιθυμεί να αρέσει, που επιδιώκει να φαίνεται ωραίος, κοκέτης
2. αυτός που ενέχει φιλαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + αρέσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].