φιλάρχων
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
οντος, ὁ, loving the rulers, Aristox. ap. Stob.4.1.49.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάρχων: -οντος, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἄρχοντας, Ἀριστόξ. παρὰ Στοβ. 243. 39.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
αυτός που αγαπά τους άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄρχων, -οντος].