φιλάσθενος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάσθενος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ εὐκόλως ἀσθενῶν, ἀσθενικός, Ἱππ. (;)
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλάσθενος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, που έχει ασθενική κράση, ευπρόσβλητος από ασθένειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀσθενής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.].