φιλογενναίος

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει καθετί το ευγενές και υψηλό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλογενναῖον
η αγάπη για καθετί το ευγενές και το υψηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γενναῖος.