φιλοπόρφυρος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
German (Pape)
[Seite 1284] den Purpur, Purpurkleider liebend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπόρφῠρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν πορφύραν, Κλήμ. Ἀλεξ. 257.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πορφυρός].