φιλῳδός

English (LSJ)

φιλῳδόν, (ᾠδή) song-loving, Ar.V.270, Ra.240 (lyr.), Eub.84.1, Plu.2.633a, cj. in Arist. EE1238a37.

German (Pape)

[Seite 1289] Gesang liebend, Ar. Vesp. 270 Ran. 240; s. Phryn. in B. A. 71.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui aime le chant.
Étymologie: φίλος, ᾠδή.

Russian (Dvoretsky)

φιλῳδός: любящий песни Arph., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ ἀγαπῶν τὰς ᾠδάς, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Βάτρ. 241, Εὔβουλος ἐν «Παννυχίδι» 1.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που του αρέσουν οι ωδές («ἀνὴρ φιλῳδός», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. κιθαρῳδός].

English (Woodhouse)

fond of singing