φινέτσα

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του φίνου, λεπτότητα τρόπων, συμπεριφοράς, λόγου, ενέργειας ή ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finezza].