φινίρω

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

Ν
1. τελειώνω κάτι
2. υποβάλλω κάτι σε τελική επεξεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finire «τελειώνω» < λατ. finio < finis «τέλος, όριο»].