φινίρω

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

Ν
1. τελειώνω κάτι
2. υποβάλλω κάτι σε τελική επεξεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finire «τελειώνω» < λατ. finio < finis «τέλος, όριο»].