φλεβήσιος

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
φλεβικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].