φορτικότητα
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
η / φορτικότης, -ητος, ΝΜΑ φορτικός
νεοελλ.
η ιδιότητα του φορτικού, το να είναι ή να γίνεται κανείς ενοχλητικός, βαρετός («μού ζήτησε με φορτικότητα να τον εξυπηρετήσω»)
μσν.-αρχ.
χυδαία, ανάγωγη συμπεριφορά.