φούστα

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

η, Ν
1. γυναικείο ένδυμα που ποικίλλει στο σχήμα και το μήκος και στηρίζεται στη μέση
2. ναυτ. μακρόστενο πλοίο με πανιά και κουπιά, που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές
3. στον πληθ. οι φούστες
συνεκδ. πειρατικές επιδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fusta].