φρενοκομείο
From LSJ
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
Greek Monolingual
το, Ν
1. (παλ. όρος) ψυχιατρείο
2. φρ. «είναι για το φρενοκομείο» — πάσχει διανοητικά, δεν είναι στα καλά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κομείο (< -κομος < κομώ «φροντίζω») κατά το νοσοκομείο. Η λ., στον λόγιο τ. φρενοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].