φρενοπαθολογία

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(παλ. όρος) η παθολογία τών φρενοβλαβιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + παθολογία].