φρενοπαθολογία

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

η, Ν
(παλ. όρος) η παθολογία τών φρενοβλαβιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + παθολογία].