φρενοφθόρος

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek (Liddell-Scott)

φρενοφθόρος: -ον, ὁ τὰς φρένας φθείρων, καταστρέφων, ὁ μωρίαν ἐπιφέρων, μωραίνων, ὁ Πισίδ. εἰς τὸν Μάταιον βίον 123.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει φρενοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. θυμο-φθόρος, ψυχοφθόρος.