φρικωδώς
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek Monolingual
φρικωδῶς ΝΜΑ
επίρρ. βλ. φρικώδης.
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
φρικωδῶς ΝΜΑ
επίρρ. βλ. φρικώδης.