Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυματιώδης

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58

Greek Monolingual

-ες, Ν φυμάτιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση
2. αυτός που προκαλείται από φυματίωσηφυματιώδης περιτονίτιδα»).