φυτοκοινωνία

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το σύνολο τών φυτών ενός δεδομένου βιοτόπου ή μιας δεδομένης βιοκοινωνίας, αλλ. φυτοκοινότητα ή φυτική βιοκοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κοινωνία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phytocoenosis].