φόκο

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. φωτιά
2. (κυρίως φρ.) α) «έβαλε φόκο» — πυρπόλησε
β) «πήρε φόκο»
i) άναψε, πήρε φωτιά
ii) μτφ. οργίστηκε πολύ, εξεμάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fuoco «φωτιά» < λατ. focus «εστία, φωτιά»].