χάπτω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
Μ
καταπίνω, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω» με δάσυνση του αρχικού συμφώνου (πρβλ. τα γοτθ. hafjan, γερμ. happen, με τα οποία συνδέεται το ρ., βλ. και λ. κάπτω)].