χάρμης

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

ὁ, και χάρμη, ἡ, Α
ονομασία ενός αντιδότου το οποίο πουλούσε κάποιος Χάρμης.