χέε

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. poét. de χέω.

Greek Monotonic

χέε: Επικ. αντί ἔχεε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του χέω.

Russian (Dvoretsky)

χέε: эп. 3 л. sing. impf. к χέω.