χαιρεκακώ

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ χαιρέκακος
είμαι χαιρέκακος, χαίρομαι για τα παθήματα ή για τη δυστυχία τών άλλων.