Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμηλόφωνος

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει σιγανή φωνή
2. μτφ. αυτός που λέγεται ή εκτελείται με χαμηλή φωνή, σε χαμηλό τόνο.
επίρρ...
χαμηλοφώνως και χαμηλόφωνα Ν
σιγανά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος. Το επίρρ., στον λόγιο τ. χαμηλοφώνως, μαρτυρείται από το 1866 στον Κ. Ι. Παπάζογλου].