χαριτήσια

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

German (Pape)

[Seite 1339] τά, sc. ἱερά, Fest der Chariten, s. Böckh Ath. Staatshaush. II p. 357. 359. – Auch χαρίσια.

Greek Monolingual

και χαριτείσια, τὰ, Α
βλ. χαριτήσιος.