χαριτήσιος

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον
α) ευχαριστήρια προσφορά
β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια
γιορτή προς τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό
4. φρ. «χαριτήσιον ἱερόν» — ναός αφιερωμένος στις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά το φιλοτήσιος.