χαριτώ

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

(I)
-έω, Μ χάρις, -ιτος]
χαρίζω.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. χαριτώνω.