χαριτώνω

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

χαριτῶ, -όω, Ν ΜΑ χάρις, -ιτος]
(το θηλ. της μτχ. παθ. παρακμ.) η κεχαριτωμένη
(ως προσωνυμία της Θεοτόκου) αυτή που είναι γεμάτη από θεία χάρη («χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαριτωμένος, -η, -ο
α) αυτός που είναι γεμάτος χάρη, θελκτικός, όμορφος («χαριτωμένο κορίτσι»)
β) κομψός και ευφυής («χαριτωμένο αστείο»)
2. (το θηλ. της μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οι χαριτωμένες
(λαογρ.) προσωνυμία τών νεράιδων σε ορισμένα μέρη
μσν.-αρχ.
1. δείχνω εύνοια σε κάποιον
2. χαρίτοποιῶ.