χαρτονόμισμα

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

το, Ν
(οικον.) μορφή χρήματος, από ειδικής ποιότητας χαρτί, συνήθως μεγαλύτερης αξίας από τα κέρματα, με την οποία καλύπτεται ο κύριος όγκος της νομισματικής κυκλοφορίας, αλλ. τραπεζογραμμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + νόμισμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 σε Ψήφισμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως].