χαρτουλάριος
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
ὁ, chartularius, keeper of archives, PKlein.Form. 1024 (v/vi A. D.), Sammelb.5656.4 (vi A. D.), Cod.Just.1.2.24.8, al., Lyd.Mag.3.20.
Greek (Liddell-Scott)
χαρτουλάριος: ὁ, τὸ Λατ. chartularius, φύλαξ τῶν ἀρχείων, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 3. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 9398, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 1. 2, 25., 12. 38, 14, Νεαρ. 117, 1.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. (στο Βυζ.) το αξίωμα του επικεφαλής της υπηρεσίας εφοδιασμού και ιματιοθήκης του στρατού και του ναυτικού
2. (εκκλ,) (παλαιότερα) το αξίωμα του υπευθύνου του ληξιαρχείου επισκοπής
νεοελλ.
τίτλος τιμής που απονέμεται από τον οικουμενικό πατριάρχη σε πρεσβυτέρους και άλλους κληρικούς ή και σε λαϊκούς για τις υπηρεσίες τους προς την Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartularius «αρχειοφύλακας» (< χάρτης)].