χελιδόνα

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η, Ν
θηλυκό χελιδόνι με νεοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. περιστέρι: περιστέρα)].